σκαληνούμαι

σκαληνούμαι
-όομαι, Α [σκαληνός]
γίνομαι σκαληνός, καθίσταμαι ασύμμετρος («τὸ σκαληνοῡσθαι τὴν ὄψιν», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”